ελεφαντουργική

ελεφαντουργική
η
(ενν. τέχνη), βλ. ελεφαντουργία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ελεφαντουργική — η (AM ἐλεφαντουργική) η τέχνη τής κατεργασίας τού ελεφαντόδοντου …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντουργία — η (ΑΜ ἐλεφαντουργία) ελεφαντουργική …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντουργία — ελεφαντουργία, η και ελεφαντουργική, η η τέχνη της κατεργασίας του ελεφαντόδοντου, η βιοτεχνία του ελεφαντοκόκαλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”